- λέκ
- το лек (денежная единица Албании)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεκ — το η νομισματική μονάδα τής Αλβανίας … Dictionary of Greek
Λεκ, Μπαρτ Βαν ντερ- — (Bart Van der Leck, Ουτρέχτη 1876 – Μπλάρικουμ 1958). Ολλανδός ζωγράφος και σχεδιαστής. Σπούδασε στην Εθνική Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Άμστερνταμ (1900 4). Το ενδιαφέρον του για τις εφαρμοσμένες τέχνες προκλήθηκε από τις πολιτικοκοινωνικές… … Dictionary of Greek
λέκτρο — το (Α λέκτρον) νεοελλ. (στρατ. και ναυτ.) δάπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και μετακινούνται τα πυροβόλα στα οχυρώματα ή στους ειδικούς πυργίσκους τών πολεμικών πλοίων αρχ. 1. κλίνη, ανάκλιντρο («κλαῑε δ ἄρ ἐν λέκτροισι καθεζομένη… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
Ντε Στιλ — (De Stijl). Καλλιτεχνικό κίνημα, που ανέπτυξε το ομώνυμο ολλανδικό περιοδικό, το οποίο ίδρυσε το 1917 ο ζωγράφος και αρχιτέκτονας Τέο βαν Ντέσμπουργκ σε συνεργασία με τους ζωγράφους Πιετ Μόντριαν, Μπαρτ βαν ντερ Λεκ, Βιλμς Χούζαρ, τον γλύπτη… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
λέχριος — λέχριος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.) 2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ ρ ιος < λεκ σ ρ ιος (πρβλ. λάχ νη < *λακ… … Dictionary of Greek
μεσιάνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 395 μ., 340 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΝΑ της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερβίων. * * * μεσιάνη, ἡ (Α) είδος εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + επίθημα άνη… … Dictionary of Greek